- αποχαιρέτισμα
- το , αποχαιρετισμός ο прощание, расставание;
προς αποχαιρετισμόν — на прощание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προς αποχαιρετισμόν — на прощание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποχαιρέτισμα — το, Ν (στον Ερωτόκρ.) το αποχαιρέτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαιρέτισμα, με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek